Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η Πέμπτη

  • 1 Πέμπτη

    [пэмпти] ουσ. Θ. Четверг

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Πέμπτη

  • 2 четверг

    четверг м η Πέμπτη; в \четверг την Πέμπτη; каждый \четверг κάθε Πέμπτη; по \четвергам τις Πέμπτες
    * * *
    м
    η Πέμπτη

    в четве́рг — την Πέμπτη

    ка́ждый четве́рг — κάθε Πέμπτη

    по четве́рга́м — τις Πέμπτες

    Русско-греческий словарь > четверг

  • 3 четверг

    α.
    η Πέμπτη (μέρα της εβδομάδας)•

    по -ам κάθε Πέμπτη•

    в четверг την Πέμπτη.

    Большой русско-греческий словарь > четверг

  • 4 четверг

    четверг
    м ἡ Πέμπτη:
    в \четверг τήν Πέμ· πτη· по \четвергам κάθε Πέμπτη· ◊ после до́жди(ч)ка в \четверг погов. τόν μήνα πού δέν ἐχει Σάββατο.

    Русско-новогреческий словарь > четверг

  • 5 квинта

    квинт||а
    ж муз. ἡ πέμπτη, ἡ διά πέντε· ◊ повесить нос на \квинтау разг χάνω τό κέφι μου.

    Русско-новогреческий словарь > квинта

  • 6 четверг

    [τσιτβιέρκ] ουσ. α. Πέμπτη

    Русско-греческий новый словарь > четверг

  • 7 четверг

    [τσιτβιέρκ] ουσ α Πέμπτη

    Русско-эллинский словарь > четверг

  • 8 колонна

    θ.
    1. κολόνα, κίονας, στύλος•

    гранитная колонна γρανίτινος στύλος•

    коринфские -ы κολόνες κορινθιακού ρυθμού•

    портик с -ами το περίστυλο, περίστυλη στοά•

    основание -ы κιονόβαθρο, κιονοστάτης.

    || στήλη μνημείου, αναθηματική στήλη.
    2. φάλαγγα•

    -ы войск φάλαγγες στρατού•

    -ы демонстрантов οι φάλαγγες διαδηλωτών•

    тракторная колонна φάλαγγα από τρακτέρ.

    3. στήλη (αριθμών, λέξεων).
    4. (τεχ.) στήλη κυλινδρική.
    εκφρ.
    пятая колонна – η πέμπτη φάλαγγα.

    Большой русско-греческий словарь > колонна

  • 9 перевод

    α.
    1. μετακίνηση, μεταφορά• μετατόπιση.
    2. μετάθεση•

    перевод по службе μετάθεση υπηρεσιακή.

    4. προαγωγή, προβίβαση•

    перевод в пятый класс προαγωγή στην πέμπτη τάξη.

    5. μετάφραση•

    перевод с греческого языка на русский μετάφραση από τα ελληνικά στα ρωσικά.

    6. αποστολή χρημάτων (μέσω οργανισμών).
    7. σπατάλη.
    8. το κλειδί της σιδηρ. γραμμής.
    εκφρ.
    нет -у ή – πάντοτε κάτι θα υπάρχει (δεν εξαντλείται εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > перевод

  • 10 пятнадцатый

    αριθμ. τακτικό• δέκατος πέμπτος•

    пятнадцатый раз δέκατη πέμπτη φορά.

    Большой русско-греческий словарь > пятнадцатый

  • 11 степень

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. βαθμός•

    степень родства βαθμός συγγένειας•

    в высшей -и στον ανώτατο βαθμό.в слабойстепеньи σε αδύνατο (χαμηλό) βαθμό•

    в равнойстепеньи σε ίσο βαθμό•

    в достаточнойстепеньи σε αρκετό βαθμό•

    в значительнойстепеньи σε σημαντικό βαθμό•

    до последней -и ως τον τελευταίο βαθμό•

    до (ή в) известнойстепеньи ως ένα βαθμό•

    ни в какой ή в малейшей -и καθόλου, ποσώς, ολωσδιόλου.

    2. κατηγορία, τάξη•

    орден второй -и παράσημο δεύτερης τάξης.

    || στάδιο, βαθμός.
    3. παλ. επίπεδο•

    спуститься на степень хулигана κατέρχομαι στο επίπεδο του χούλιγκανς.

    4. βαθμός υπηρεσιακός.
    5. τίτλος•

    учная степень επιστημονικός τίτλος•

    докторская степень ο τίτλος του διδάκτορα.

    6. (μαθ.) δύναμη•

    возвести восемь в пятую степень υψώνωτο οχτώ στην πέμπτη δύναμη.

    7. (γραμμ.) положительная степень θετικός βαθμός•

    сравнительная συγκριτικός βαθμός•

    превосходная степень υπερθετικός βαθμός•степеньи сравнения παραθετικά των επ ι θετών.

    Большой русско-греческий словарь > степень

См. также в других словарях:

  • Πέμπτη — η η πέμπτη μέρα της εβδομάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεμπτῇ — πεμπτός sent fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπτή — πεμπτός sent fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπτη — πέμπτος fifth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπτῃ — πέμπτος fifth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπτηι — πέμπτῃ , πέμπτος fifth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… …   Dictionary of Greek

  • Calendrier Attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes sous l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été …   Wikipédia en Français

  • Calendrier attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes dans l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été …   Wikipédia en Français

  • Calendario ático — El calendario ático, en vigor en Atenas en la Antigüedad clásica, es el más conocido de los calendarios griegos. Es de tipo lunisolar. Contenido 1 Los diferentes ciclos 2 Mes del calendario 3 Los días del mes …   Wikipedia Español

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»